-
1 приёмный
приёмный 1) (об отце и т.п.) θετός· \приёмный сын о θετός γιος, о παραγιός 2): \приёмныйые часы οι ώρες υποδοχής З): \приёмныйые экзамены οι εισιτήριες εξετάσεις* * *1) (об отце и т. п.) θετόςприёмный сын — ο θετός γιος, ο παραγιός
2)приёмные часы́ — οι ώρες υποδοχής
3)приёмные экза́мены — οι εισιτήριες εξετάσεις
-
2 вступительный
вступи́тельн||ыйприл είσαγωγικός:\вступительныйые экзамены οἱ είσαγωγικές (или οἱ εἰσιτήριες) ἐξετάσεις· · \вступительный взнос τά δικαιώματα ἐγγραφής· \вступительныйое слово ὁ ἐναρκτήριος λόγος.
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek
απορρίπτω — κ. απορίχνω, κ. ρίχτω (AM ἀπορρίπτω) 1. αρνούμαι να δεχθώ κάτι, δεν εγκρίνω 2. περιφρονώ κάποιον, αδιαφορώ για κάποιον μσν. νεοελλ. αναθέτω τη φροντίδα κάποιου πράγματος σε κάποιον νεοελλ. Ι. ( ρίπτω) (για μαθητές και σπουδαστές) δεν προάγω σε… … Dictionary of Greek
Ροντέν, Oγκίστ — (August Rodin, Παρίσι 1840 – Μεντόν 1917). Γάλλος γλύπτης. Σπούδασε στην Ακαδημία Διακοσμητικών Τεχνών και ήταν μαθητής του Καρπό και του Μπαρί. Αφού απέτυχε στις εισιτήριες εξετάσεις της Ακαδημίας Καλών Τεχνών κι αποκλείστηκε από το Σαλόν του… … Dictionary of Greek
εισιτήριος — α, ο 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην είσοδο ή που χρησιμεύει για είσοδο, ο εισαγωγικός: Εισιτήριες εξετάσεις για το λύκειο. 2. που γίνεται στην έναρξη χρονικής περιόδου ή για την ανάληψη αξιώματος, ο εναρκτήριος: Εισιτήριος λόγος καθηγητή… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)